Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη προσωπικότητα του Πόντου. Αν και δεν ήταν Πόντιος στην καταγωγή, έγινε ο πιο ένθερμος Πόντιος στην καρδιά και την ψυχή, αφού αγάπησε τον Πόντο και αγαπήθηκε απ’ αυτόν όσο κανένας άλλος. Ανθρωπος διορατικός, ευφυής και διπλωμάτης, έβλεπε καθαρά την ανάγκη συνεργασίας του Ελληνικού στοιχείου με το Τουρκικό για την τελική επιτυχία των Ελληνικών στόχων.
Ήταν και αυτός ένας από τους ερήμην καταδικασθέντες στην Αμάσεια το 1921, αλλά πέθανε στην Αθήνα το 1949. Με την ίδια αυτοθυσία υπηρέτησαν τον Πόντο και πολλοί άλλο ένθερμοι πατριώτες. Όταν τον Αύγουστο του 1922 έγινε η πολυστέναχτη Μικρασιατική καταστροφή, οι άνθρωποι αυτοί κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να περιθάλψουν και να μεταφέρουν τα αναρίθμητα κύματα των απεγνωσμένων προσφύγων που έμπαιναν στα καράβια του ξεριζωμού 500.000 Έλληνες του Πόντου πέρασαν μόνο από το Βατούμ και αναχώρησαν για την Ελλάδα, ενώ στο μεταξύ οι μισοί σχεδόν Χριστιανοί του Πόντου είχαν χάσει με τρόπο μαρτυρικό τη ζωή τους. Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης επακολούθησε το 1923 η ανταλλαγή των πληθυσμών – η πρώτη που έγινε σε παγκόσμια κλίμακα. Η προσφυγιά του Δυτικού Πόντου βαμμένη στο αίμα και στο έγκλημα πέρασε πιο εφιαλτικές στιγμές από τον Ανατολικό Πόντο, που πήρε το δρόμο του ξεριζωμού κάτω από συνθήκες πιο ανθρώπινες. Ανθρώπινα ποτάμια ξεχύνοντας από τον Πόντο αναζητώντας με όση ελπίδα είχε απομείνει στην άδεια ψυχή τους ένα καλύτερο αύριο. Με την πίκρα της προσφυγιάς στο στόμα άφηναν πίσω τους ένα σπίτι, μια γή, μια πατρίδα και ένα κατεστραμμένο Χριστιανικό πολιτισμό. Όταν αυτοί οι περιπλανώμενοι του Πόντου έφθασαν στις νέες πατρίδες τους, οι μορφωμένοι του Πόντου, επιστήμονες και δάσκαλοι σαν τον Λ. Ιασωνίδη, τον Θ. Θεοφύλακτο, τον Ι. Πασσαλίδη, το Φ. Κτενίδη, τον Ισαάκ Λαυρεντίδη, κ.α., πάλεψαν με όπλο τους την παιδεία να καλυτερέψουν τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στη Μητέρα Πατρίδα. Πάλεψαν να στεγνώσουν τα δάκρυα τους, να διώξουν τον τρόμο από τα μάτια τους, να απαλύνουν τον πόνο του χαμού των νεκρών τους. Πάλεψαν να χαρίσουν σ’ αυτά τα ξενιτεμένα παιδιά της Ελλάδας μια νέα πατρίδα πιο ανθρώπινη που θα τους αγκαλιάσει στοργικά και θα σβήσει στοργικά τις μνήμες του πόνου. Όσο και αν πενθούμε ακόμη ως Έλληνες εκείνη την εθνική συμφορά, όσο και αν εκτιμούμε τον πατριωτισμό των ανθρώπων που αγωνίστηκαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια, οφείλουμε να ασκήσουμε την ιστορική μας κριτική για το τι έφταιξε.
Μας περίσσευε το πάθος αλλά μας έλειπαν τα στρατιωτικά σχέδια. Οι Πόντιοι ηγέτες και η τότε Ελληνική κυβέρνηση έκαναν αρκετούς λάθος χειρισμούς. Στον Πόντο εκτός από τους αντάρτες μαχητές, που αγωνίστηκαν σκληρά για την απελευθέρωση της πατρίδος με έναν διπλό ρόλο, από τη μια να πολεμάνε τους τούρκους και από την άλλη να προστατεύουν τα γυναικόπαιδα που είχαν πάρει τα βουνά για να γλιτώσουν από τις σφαγές των οθωμανών οργανωμένο στρατιωτικό σώμα δυστυχώς δεν υπήρξε ποτέ με αποτέλεσμα όλες οι προσπάθειες να πνιγούν στα αίμα. Εάν δεν υπήρχε το αντάρτικο ο Ελληνισμός του Πόντου θα είχε θρηνήσει πολύ περισσότερα θύματα.