Όλοι οι προηγούμενοι μύθοι λειτούργησαν σαν μαγνήτες που τράβηξαν τις μεγάλες μάζες των Ελλήνων μεταναστών από την Ελλάδα στην Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η εποχή του μεγάλου αποικισμού ξεκινά τον 8ο αιώνα π.Χ με την Μίλητο της Ιωνίας να αποικίζει την μαύρη θάλασσα.
Σαν πρώτη αποικία αναφέρεται η Σινώπη, πόλη – μητρόπολη που με την σειρά της αποίκισε όλα τα παράλια της μαύρης θάλασσας ιδρύοντας άλλες φημισμένες πόλεις. Όμορφη και επιβλητική, η Σινώπη αναδείχθηκε γρήγορα σε ένα αξιόλογο λιμάνι, αποκτώντας πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Απ’ αυτήν κατάγεται ο φιλόσοφος Διογένης, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα.
Ιστορικά μαρτυρημένη ήδη από τον Ξενοφώντα το 400 π.Χ. η Τραπεζούντα ιδρύθηκε το 756 π.Χ κουβαλώντας μια ιστορία παλαιότερη και απ’ Βυζάντιο και απ’ την Ρώμη. Σαν μεγαλόπρεπη πρωτεύουσα των Κομνηνών, η πόλη γνώρισε ημέρες μεγάλης δόξας. Οι αρχαίες Εκκλησίες που στολίζουν κατανυκτικά τις γωνιές της και ένα πλήθος Βυζαντινά μνημεία της εποχής των Κομνηνών αποτελούν ζωντανού μάρτυρες του δοξασμένου αυτοκρατορικού παρελθόντος (Άγιος Ευγένιος η Χρυσοκέφαλος, Άγιος Βασίλειος, Άγιος Γεώργιος, Αγία Άννα, Αγία Σοφία κ.α). Η πόλη, την εποχή της δόξας της διατηρούσε ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία της Ανατολής το Φροντιστήριο που έβγαλε όλη την εκπαιδευμένη γενιά των Ελλήνων του Πόντου.
Η Αμισός είναι η μοναδική πόλη που διατήρησε το παφλαγονικό της όνομα και μετά τον αποικισμό της από Έλληνες. Η σημερινή Αμισός, ονομαζόμενη Τουρκιά Σαμσούν, μέσα από μια πορεία συνεχούς ανάπτυξης έφτασε να αποτελεί την σημαντικότερη πόλη του Τουρκικοί Εύξεινου Πόντου. Παράλληλα με την Τουρκική παρουσία ο Ελληνισμός δίνει πάντα δυναμικά τον παρών του αναπτύσσοντας στην πόλη έντονη εμπορική και πολιτιστική δραστηριότητα.
Η Κερασούντα, η πόλη που εξυμνεί ο Ξενοφώντας για την φιλοξενία της, ήταν και αυτή αρχαία αποικία της Σινώπης. Είχε και αυτή το δικό της μερίδιο στη δόξα, αφού ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας των Κομνηνών. Διαποτισμένη έντονα από το Ελληνικό στοιχείο, άκμασαν σ’ αυτήν πολλά σχολεία και Χριστιανικές Εκκλησίες.
Απ’ τις πιο αγαπητές πόλεις των Κομνηνών ήταν η Τρίπολις. Οι Έλληνες κάτοικοι της φημισμένοι έμποροι και ναυτικοί, διατηρούσαν μέσα στο φρούριο Εκκλησία της Παναγίας και σχολεία. Από τις τρεις Εκκλησίες της πόλης Μητρόπολη ήταν η Εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Επιβλητική ήταν επίσης η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Πουλαντζάκη (πιθανά η αρχαία Πολεμωνιάς), όπου κατοικούσαν μόνο Έλληνες.
Τα Κοτύωρα (= φρουρά ή κάστρο του Κότυ), αλλιώς Ορντού (=στρατός) είναι η πόλη από την οποία ξεκίνησαν οι Μύριοι του Ξενοφώντα για την Ελλάδα τον Μάιο του 400 π.Χ. Σημαντικό μέρος του μικτού πληθυσμού της πόλης αποτελούσαν οι Έλληνες, που με την επιτυχία τους στο εμπόριο κατάφεραν να αναπτύξουν ένα υψηλό επίπεδο ζωής. Τα Ελληνικά σχολεία έκανα και εδώ ισχυρή την παρουσία τους, ενώ είχε 3 Ελληνικές Εκκλησίες.
Μια μικρή πόλη πολύ κοντά στην Τραπεζούντα ήταν τα Πλατάνια με Έλληνες κατοίκους, δύο εκκλησίες και σχολεία. 30 χιλιόμετρα νότια απ’ αυτά βρίσκονται τα γνωστά Τόνια, τα χωριά της Θοανίας.
Η μυθική πεδιάδα των Αμαζόνων, τα Θεμίσκυρα, ο σημερινός Τσαρσαμπάς, εκτείνεται στοιχειωμένη απ’ τα μυστήρια των μύθων της κοντά στον Θερμόδοντα ποταμό.
Πατρίδα της Αγίας Βαρβάρας ήταν η Μερζεφούντα, γνωστή στα αρχαία χρόνια ως Ηλιούπολις και σήμερα ως Μέρζεφον. Εκεί ιδρύθηκε από τους αμερικάνους το Κολέγιο ‘’Ανατόλια’’ που μεταφέρθηκε στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης με άδεια του Βενιζέλου μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Η Αμάσεια πατρίδα του αρχαίου γεωγράφου Στράβωνα χτισμένη αμφιθεατρικά ανάμεσα σε δύο βουνά, με τον ποταμό Ίρι να την διασχίζει και τους λαξευτούς τάφους των Μιθριδατών βασιλέων, σημάδεψε τον Ποντιακό Ελληνισμό του 20ου αιώνα με τα δικαστήρια που έστησε ο Κεμάλ Ατατούρκ το 1921 για να εξαφανίσει το Ελληνισμό.
Μεγαλούπολη με πολλά εργοστάσια χαλκού η Τοκάτ, ή αλλιώς η αρχαία Ευδοκία. Από τις καθαρά τουρκικές πόλεις ήταν η Σεβάστεια, το σημερινό Σίβας, στην οποία η Ελληνική παρουσία περιοριζόταν σε 40 μόνο οικογένειες. Μειοψηφία αποτελούσαν επίσης οι Έλληνες στη γνωστή Νικόπολη, το Σεμπίν Καραχισάρ ή Γαφασάρη στα ποντιακά.
Αλλά και στη Νεοκαισάρεια, το σημερινό Νικησάρ, το τούρκιο στοιχείο επικρατούσε του ελληνικού. Τούρκοι αγρότες, πολλοί Αρμένιοι και λίγες οικογένειες Ελλήνων αποτελούσαν τον μικτό πληθυσμό της πόλης.
Η γραφική Ποντιακή ομορφιά με το ιδιαίτερο τοπικό χρώμα της εκπροσωπούνταν πάντοτε από την Οινόη, την ωραιότερη επαρχία του Πόντου, που είχε την τύχη να απολαμβάνει ειδικά προνόμια και να έχει Έλληνα διοικητή. Εδώ οι τούρκοι και οι αρμένιοι υστερούσαν αριθμητικά των Ελλήνων.
Η Φάτσα, η αρχαία Βαδασάνη, με μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κι αυτή να την στολίζει, τα 2 ελληνικά σχολεία και στο παρθεναγωγείο της πόλης.
Σε κάθε γωνιά του Πόντου οι Έλληνες αναμφισβήτητα έδιναν δυναμικά τη μάχη τους για να διατηρήσουν τη θρησκεία τους και να προβάλλουν τον πολιτισμό τους. Η πόλη όμως που θεωρείται επάξια ως πηγή της αναγέννησης του Ελληνισμού στον Πόντο είναι η Αργυρούπολη, που γνώρισε μεγάλη ακμή χάρις στα μεγαλεία της, στον πλούτο της και στα προνόμια που απολάμβανε. Οι κάτοικοί της, πιστοί Κρυπτοχριστιανοί, επανήλθαν στο Χριστιανισμό μετά το Χάττι Χουμαγιούν το 1856. Το παρθεναγωγείο της και πολλά σχολεία προσέφεραν αξιόλογη παιδεία, ενώ ανάμεσα στις πολλές εκκλησίες της ξεχώριζε η Μητρόπολη του Αγ. Γεωργίου. Δίπλα στους Έλληνες οι Αρμένιοι διατηρούσαν ανθηρή μια δική τους αποικία.
Στην επαρχία της υπήρχαν πολλά ηρωικά χωριά που έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο επί τουρκοκρατίας, με το αντάρτικο και τους Κρυπτοχριστιανούς (Κρώμνη, Σάντα, Σταυρίν, Ίμερα, Άρδασσα κ.α)
Στα ανατολικά όρια του Πόντου η όμορφη παραθαλάσσια πόλη Ρίζαιον, η αρχαία Ριζούς ή το Ριζέ των τούρκων, προσέφερε στους κατοίκους της τη δυνατότητα να γίνουν έξοχοι ναυτικοί και έμποροι.
Τα αρχαία Σουσάρμενα του Αρειανού δεν πρέπει να ήταν άλλα από τα Σούρμενα, αυτό το σύνολο όμορφων χωριών, τα παράλια των οποίων αγκάλιαζαν προστατευτικά έναν σημαντικό αριθμό Χριστιανών. Κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν κι εδώ το εμπόριο.
Μικρότερες ελληνικές κοινότητες με έντονη εμπορική δραστηριότητα υπήρχαν στις πόλεις Ερζικιάν, η αρχαία Αρσίγγη, στο Μπαιπούρτ, η αρχαία Βαρβέτη, και στο Ερζερούμ η αρχαία Θεοδοσιούπολις, που ανήκε στο Πατριαρχείο Αντιόχειας.
Σκαρφαλωμένη εντυπωσιακά στους πρόποδες του βουνού του Προφήτη Ηλία, το Αλατσάμ, η αρχαία Λεοντούπολη, είχε στολίδια της τις 17 εκκλησίες της, από τις οποίες γνωστές είναι του Αγίου Νικολάου και του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. Πλούσια και σε μορφωτικά ιδρύματα, η επαρχία διέθετε 10 αρρεναγωγεία και 3 παρθεναγωγεία.
Τέλος, στις εκβολές του ποταμού Αλυ απλώνεται η Πάφρα η γνωστή Γαζηλών του Πόντου. Οι 107 εκκλησίες και το 1 μοναστήρι της μαρτυρούν ένα διάχυτο χριστιανικό πνεύμα και μια μοναδική ευλάβεια που διέπνεε την πόλη. Εκτός από την Μητρόπολη ονομαστές ήταν οι εκκλησίες τους Αγίου Βασιλείου και της Αγίας Μαρίνας. Η πόλη πρέπει να είχε ανεβασμένο μορφωτικό επίπεδο, αφού λειτουργούσαν σ’ αυτήν 80 αρρεναγωγεία και 17 παρθεναγωγεία. Το ανεπτυγμένο εμπόριο καπνού λόγω της καπνοφυτείας, όπως και στην επαρχία Αλατσάμ, χάρισε στην περιοχή μεγάλο πλούτο.
Την εποχή που ο Μέγας Αλέξανδρος άρχισε την εκστρατεία του προς την Ανατολή, στον Πόντο πολλές ελληνικές πόλεις ήταν φόρο υποτελείς στο μεγάλο βασιλιά της Περσία. Όταν όμως η Περσική κυριαρχία δέχθηκε το καίριο πλήγμα από τον Μέγα Αλέξανδρο και διαλύθηκε, οι πόλεις αυτές απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.
Ο Πόντος ήταν ένα σταυροδρόμι όπου θρησκείες και πολιτισμοί διαφόρων λαών έσμιγαν και αναμειγνύονταν δημιουργώντας με την ποικιλότητα τους ένα πολυδιάστατο πολιτιστικό και θρησκευτικό κράμα. Οι Τούρκοι, Οι Αρμένιοι, Οι Έλληνες και οι άλλοι λαοί που κατοικούσαν τα Ποντιακά χώματα ο ένας δίπλα στον άλλον κουβαλούσε ο καθένας το φορτίο της ιστορίας του, που μοιραία βάραινε πάνω στην ιστορία των άλλων συγκατοίκων λαών. Αυτή η συνύπαρξη δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην υγιή ανταλλαγή ιδεών και στην νόθευση της πολιτιστικής και θρησκευτικής ακεραιότητας του κάθε λαού από ξενόφερτα στοιχεία. Κάτι τέτοιο είναι φανερό στον τομέα της θρησκείας, όπου δίπλα στους πανάρχαιους Ολύμπιους θεούς των Ελλήνων βλέπουμε να παίρνουν την θέση τους και άλλες θεότητες, κληρονομιά της Περσικής κυριαρχίας όπως ο θεός του φωτός Μίθρας κ.α. Βέβαια μέσα σ’ αυτήν την νεοδημιουργημένη μικτή κουλτούρα των συνυπαρχόντων λαών του Πόντου υπερίσχυε ο Ελληνικός πολιτισμός, καθώς οι Έλληνες υπερείχαν όχι μόνο αριθμητικά αλλά και σε ουσία με τόσα χρόνια ιστορίας πίσω τους που δεν σήκωνε κανέναν ανταγωνισμό. Μέσα απ’ αυτό το συνοθύλευμα λαών και πολιτισμών ξεπήδησε στα τέλη των αλεξανδρινών χρόνων ένα νέο πολυσύνθετο κράτος, που πήρε τη μεγαλόπρεπη ονομασία ‘’Βασίλειο του Πόντου’’.