Ο Όσιος Ιωάννης ήταν άριστος μουσικός και καλλικέλαδος. Καταγόταν από το Δυρράχιο γεννηθείς γύρω στο 1280 και έζησε στα χρόνια των Κομνηνών στα προάστια της Τραπεζούντας όπου τον συνάντησε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σε ηλικία 16 ετών και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στη Πόλη.
Ήταν ορφανός από πατέρα όμως η ευσεβής μητέρα του έδωσε την ευκαιρία να μάθει τα ιερά γράμματα και επειδή ήταν έξυπνος και πολύ καλλίφωνος όλοι το φώναζαν αγγελόφωνο.Θεωρείται ο δεύτερος μεγαλύτερος μελοποιός μετά τον Ιωάννη Δαμασκηνό και συχνά χαρακτηρίζεται ως «Μαΐστωρ της μουσικής».
Ήταν πάμφτωχος και όταν τον ρωτούσαν στη σχολή τι έτρωγε, απαντούσε «κουκιά και ζέλια» (μπιζέλια).
Αργότερα γνώρισε τον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας από τον οποίο έμαθε για τη μοναχική ζωή στο Άγιο Όρος και αποφάσισε να γίνει μοναχός.
Στο μεταξύ όμως ο αυτοκράτορας, που είχε εκτιμήσει την τέχνη του, τον είχε διορίσει αρχιμουσικό των αυτοκρατορικών ψαλτών και ήθελε να τον παντρέψει με την κόρη κάποιου μεγιστάνα.
Τότε ο Ιωάννης πήγε στον τόπο της γέννησής του για να πάρει τάχα τη μητρική συγκατάθεση για τον γάμο.
Όμως συνεννοήθηκε με φίλους του να πουν στη μητέρα του ψέματα ότι είχε πεθάνει.
Μάλιστα, καθώς βρισκόταν κρυφά μέσα στο σπίτι κι άκουγε τη μητέρα του να κλαίει και να οδύρεται για τον δήθεν θάνατό του, μέλισε τη θρηνωδία (μοιρολόγι) με τίτλο «Βουλγάρα».
Στη συνέχεια πήγε στο Άγιο Όρος, στη μονή Μεγίστης Λαύρας, ντυμένος με τρίχινα ενδύματα και αποκρύπτοντας την ταυτότητά του.
Όταν τον ρώτησε ο θυρωρός ποιος ήταν, και τι θέλει, αποκρίθηκε ότι είναι χωρικός, βοσκός προβάτων και ότι επιθυμεί το μοναχικό σχήμα.
Στη Μονή της Λαύρας εκάρη μοναχός και τον διόρισαν ποιμένα των τράγων της μονής.
Όμως όταν έβγαζε στη βοσκή τους τράγους, αυτοί γύριζαν αργά το απόγευμα πίσω στη στάνη τους σχεδόν νηστικοί, σε αντίθεση με άλλες φορές που τους έβοσκαν άλλοι πατέρες.
Ο ηγούμενος ανέθεσε σε κάποιον μοναχό να παρακολουθήσει τον Ιωάννη για να δει τι συνέβαινε.
Ο μοναχός διηγήθηκε ότι καθώς έβοσκαν τα ζώα, ο Κουκουζέλης άρχισε να ψάλλει και τότε εκείνα σταμάτησαν να τρώνε και τον άκουγαν με προσοχή.
Όταν σταμάτησε το ψάλσιμο, τότε άρχισαν πάλι να τρώνε.
Κάποια στιγμή ξανάρχισε, και τα ζώα τον κοίταζαν και πάλι σα μαγεμένα, σταματώντας να βόσκουν.
Τότε ο ηγούμενος τον προσκάλεσε και τον αναγνώρισε.
Αρχικά τον επιτίμησε που δεν είχε αποκαλύψει ποιος ήταν.
Μάλιστα έγραψε τα τεκταινόμενα στον αυτοκράτορα, ο οποίος συμφώνησε να μην ενοχλήσει το μουσικό που είχε δραπετεύσει κυριολεκτικά από το παλάτι.
Από τότε ο Ιωάννης ζούσε μέσα σε κελί της Λαύρας και τις Κυριακές και εορτές έψαλλε στο ναό με τους άλλους ιεροψάλτες.
Δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει κάνοντας επίδειξη των φωνητικών του ικανοτήτων, αλλά έψαλλε προσευχόμενος, προκαλώντας στους ακροατές κατάνυξη και διάθεση για προσευχή.
Μαζί του στη Μεγίστη Λαύρα την ίδια εποχή έψαλε μαζί και ο Γρηγόριος Δομέστικος.
Έτσι οσιακά αφού έζησε ο Ιωάννης, ψάλλοντας θεσπέσιους ύμνους προς τον Θεό, απεβίωσε ειρηνικά στις αρχές του 15ου μ.Χ. αιώνα και τάφηκε στο κελί που μόναζε.
Εορτάζει στις 1 Οκτωβρίου εκάστου έτους.
Η Κάρα και άλλα Λείψανα του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους ενώ απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Αγίας Άννης Λυγαριάς Λαμίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ ἡδύφωνος χάρις Πάτερ τῆς γλώττης σου, κατακηλεῖ καὶ εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ· σὺ γὰρ ἔνθους ὑμνῳδὸς ὤφθης μακάριε· ὅθεν νομίσματι χρυσῷ, σὲ ἠμείψατο λαμπρῶς, ἡ Ἄχραντος Θεοτόκος, ἣν Ἰωάννη δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀηδὼν θείων ᾀσμάτων καλλικέλαδος Καὶ ταπεινώσεως ἐξαίρετον ὑπόδειγμα Ἀνυμνοῦμέν σε θεόληπτε Ἰωάννη. Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσας Καὶ Θεὸν ἡδίστοις χείλεσιν ἀνύμνησας· Ὅθεν κράζομεν, χαῖρε Πάτερ ἡδύφωνε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐφωνίας ἀγγελικῆς, ἡδύφωνος τέττιξ, καὶ καλλίφωνος ἀηδών· χαίροις Ἰωάννη, χάριτος θείας σκεῦος, καὶ Μοναστῶν τοῦ Ἄθω, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.